κατοργώ

κατοργώ
κατοργῶ, -άω (Α)
1. είμαι γεμάτος οργασμό, ζωηρότητα
2. χάνω την ακμή μου
3. (κατά Φώτ.) «ὀργᾱν τὸ ἐπείγεσθαι καὶ κατοργᾶν τὸ κατεπείγειν»
οργώ σημαίνει σπεύδω και κατοργώ επισπεύδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀργῶ «είμαι εύφορος, ζωηρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”